- λουμάκι
- τοξύλο βλαστού, λεπτό, δέντρο που δεν αναπτύχθηκε πλήρως: Έκοψαν όλα τα ξεραμένα λουμάκια από το πάρκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουμάκι — το (Μ λουμάκι) βλαστός φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λειμάκιον, υποκορ. τού λεῖμαξ «λιβάδι». Κατ άλλη άποψη, < ιταλ. lumaca < λεῖμαξ] … Dictionary of Greek